- Κορφιάτης
- ο, θηλ. Κορφιάτισσα (Μ Κορφιάτης, θηλ. -ισσα)αυτός που κατάγεται από τους Κoρφούς, από την Κέρκυρα, ο Κερκυραίοςνεοελλ.(το αρσ. ως προσηγορικό) ο κορφιάτηςείδος σταφυλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τoπων. Κορφοί + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. Μαν-ιάτης, Σπαρτ-ιάτης). Ο τ. κορφιάτης με σημ. «είδος σταφυλιού» < κορφή].
Dictionary of Greek. 2013.